Ο ακροδεξιός λαϊκισμός και η κρίση της Αριστεράς

 


Η βίαιη επίθεσητου όχλου στη Θεσσαλονίκη εναντίον των τρανς ατόμων που υποκριτικά τρόμαξε την ελληνική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η ακραία εκδήλωση της επικράτησης των ομοφοβιών που καλλιεργούν οι ακροδεξιές ιδεολογίες που εμπεδώνονται σε ένα μεγάλο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν συνιστά παρά ενα αλληλοτροφοδοτικό συστατικό της πρόσφατης (αναμενόμενης) άνετης επικράτησης του Τραμπ στη Σούπερ Τρίτη, της σταθερής δημοσκοπικής κυριαρχίας της Λεπέν στη Γαλλία, της εντυπωσιακής ανόδου του Chega (Φτάνει) στις εκλογές της Πορτογαλίας ή της αναγωγής του Βελόπουλου σε κεντρική πολιτική φιγούρα στην Ελλάδα, που επιβεβαιώνουν περίτρανα την παγκόσμια επικράτηση των εθνολαϊκιστικών ακροδεξιών μορφωμάτων και την ιδεολογική κυριάρχησή τους στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το πόσο σημαντική είναι η άνοδος αυτή και πόσο προβληματίζει αναδεικνύεται από το ότι το συνέδριο των ευρωσοσιαλιστών στη Ρώμη αναλώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάλυση της ανόδου της λαϊκής ακροδεξιάς, και τις δυνατότητες αντιμετώπισής της ενώ στο συνέδριο της Ευρωομάδας του Λαϊκού κόμματος στο Βουκουρέστι έγινε μεγάλη συζήτηση για τη δυνατότητα ένταξης του κόμματος Fratelli d’Italia (Αδέλφια της Ιταλίας) της Μελόνι στην ομάδα.

Οι βασικές αιτίες αυτής της ανόδου εντοπίζονται αρχικά στο ότι στις τελευταίες αυτές δεκαετίες της κατά Bauman ρευστής νεωτερικότητας, βιώνουμε τη διάβρωση της αντιπροσωπευτικότητας των δημοκρατιών, από κυβερνήσεις που παρά τη δημοκρατική εκλογή τους επιλέγουν πρακτικές που αγνοούν τις αρχές του κοινοβουλευτισμού και διακυβερνούν π.χ. με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου στην Ελλάδα ή με το περίφημο άρθρο 49.3 του Συντάγματος στη Γαλλία, ακυρώνοντας έτσι τη βούληση των εκλογικών σωμάτων και δημιουργώντας συνθήκες αμφισβήτησης των ίδιων των δημοκρατικών διαδικασιών. Η αυταρχικότητα, δε, με την οποία οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τις κινητοποιήσεις των πολιτών και τα κινήματα, είτε με υπερβολική κατασταλτική βία π.χ τα επεισόδια στις φοιτητικές κινητοποιήσεις για τον νόμο Πιερρακάκη για τα ΑΕΙ είτε με πρακτικές υπόρρητης λογοκρισίας και αντιποίνων στην έκφραση διαφορετικών απόψεων όπως για παράδειγμα ο εξαναγκασμός σε παραίτηση της Claudine Gay πρύτανη του Χάρβαρντ λόγω της στήριξης της στις διαμαρτυρίες των φοιτητών για τον πόλεμο στη λωρίδα της Γάζας, διασπείρουν τον φόβο ανάμεσα στους πολίτες και αυξάνουν το έλλειμα εμπιστοσύνης τους στη λειτουργία των θεσμών του δημοκρατικού κράτους. Ταυτόχρονα, η όλο και πιο χειροπιαστή πολιτική διαφθορά και ατιμωρησία που εντοπίζουν οι πολίτες για παράδειγμα στη προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών πολιτικών προσώπων στο έγκλημα στα Τέμπη ή στις καταγγελίες για προνομιακή μεταχείριση της εταιρείας του συζύγου της Φον ντερ Λάιεν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εμπεδώνει στους πολίτες το αίσθημα απαξίωσης της πολιτικής ενώ παράλληλα καλλιεργεί τη δυσπιστία απέναντι στη δικαιοσύνη, η οποία εντοπίζεται ως ένας από τους πόλους διαπλοκής και διαφθοράς των εξουσιών. Αυτό το τοξικό οικονομικό,  κοινωνικό και πολιτικό  περιβάλλον  λειτουργεί  ως εκκολαπτήριο ακροδεξιών και λαϊκιστικών πολιτικών και πολιτικών που δεν πρεσβεύουν πλέον την ανατροπή των δημοκρατιών αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως αυτοί που μπορούν να διασφαλίσουν την ορθή λειτουργία των θεσμών τους.
Η άνοδος της εθνολαϊκιστικής ακροδεξιάς της Ελληνικής Λύσης στα καθ’ ημάς, του AFD στη Γερμανία ή της Μελόνι στην Ιταλία, η οποία έχει αντικαταστήσει πλέον την ριζοσπαστική ακροδεξιά μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή ή το γερμανικό NPD είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκο της διαχείρισης της εξουσίας από υπερεθνικούς συνασπισμούς (όπως η ΕΕ) και οικονομικά και πολιτικά φόρουμ και οργανισμούς (όπως το ΔΝΤ ή οι G20) που υπερκερνούν με τις επιβαλλόμενες ντιρεκτίβες τους τις επιλογές των πολιτών μέσω των εθνικών τους εκλογών. Η οικουμενικοποίηση της εξουσίας μέσω των Νέων Τεχνολογιών και η εμπέδωση των κορπορατισμών, μεταφέρει την ισχύ και αρμοδιότητες από τα εθνικά κράτη σε μία απρόσωπη διακυβερνητική ελίτ, δίνει υπερβολική ισχύ σε λόμπι και ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων και αγνοεί τα εθνικά και ταξικά συμφέροντα των ψηφοφόρων. Η εθνολαϊκή ακροδεξιά, αφενός, εκμεταλλεύεται την αδιαφορία ή την ομογενοποιημένη και ανεπαρκή λογική με την οποία αντιμετωπίζονται από τις ελίτ τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά διακυβεύματα των εθνικών πληθυσμών και αποκτά ως προνομιακό κοινό και δεξαμενή ψηφοφόρων τις προλεταριακές και μικροαστικές τάξεις, οι οποίες οδηγούνται σε σημαντική οικονομική υποβάθμιση και εργασιακό αποκλεισμό λόγω των αλλαγών στην αγορά εργασίας που επιφέρουν ο νέος παγκοσμιοποιημένος τεχνο-καπιταλισμός και η περίφημη οικονομία της γνώσης. Αφετέρου, εμπεδώνει τη στήριξη της στη θρησκευτική κοινωνική και πολιτισμική πίεση που αισθάνονται τα λαϊκά και μεσαία στρώματα και ένα μέρος της αστικής τάξης -που αυτοπροσδιορίζονται ως υποκείμενα μέσα από τη θρησκεία και την εθνική πολιτισμική τους ταυτότητα- από τις μαζικές μετακινήσεις ενός πολυεθνικού προλεταριάτου, το οποίο συγκροτείται από οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες συγκρούσεων ανά την υφήλιο, την ευθύνη των οποίων φέρουν οι οικονομικά επεκτατικές πολιτικές της καπιταλιστικής δύσης.

Τέλος, η εθνολαϊκή ακροδεξιά τρέφεται από τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις λόγω της υποταγής των εθνικών κυβερνήσεων στην ασύδοτη διακίνηση του κεφαλαίου, η οποία διευρύνει τις ανισότητες αντί να αντιμετωπίζει τη φτώχεια και τα κοινωνικά επίδικα και προσδίδει ένα όλο και πιο απειλητικό πρόσωπο στην εξουσία γι’ αυτές τις ομάδες του πληθυσμού που επλήγησαν ανεπανόρθωτα από τις κρίσεις. Ταυτόχρονα, η ομογενοποίηση της κουλτούρας εγκλωβίζει τα άτομα, σύμφωνα με τον Yves Mény, σε ένα πολιτισμικό Μάτριξ από το οποίο μια μερίδα αισθάνεται να αφομοιώνεται κοινωνικά και να γίνεται αόρατη. Αυτό έχει ως συνέπεια τη συστράτευσή τους με τα ακροδεξιά μορφώματα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ακουστούν τόσο στο πολιτικό πεδίο όσο και στο μηντιακό επίπεδο,  αφού τα συστημικά ΜΜΕ, στο κυνήγι των παραδοξοτήτων  που εξυπηρετούν το σύστημα αποστρέφοντας την προσοχή των πολιτών από τις κυβερνητικές αστοχίες, γίνονται ο βασικός δίαυλος επικοινωνίας τους.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Mudde, η επικέντρωση των ερμηνειών της ανόδου της εθνολαϊκής ακροδεξιάς αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες και η αντιμετώπιση αυτών των μορφωμάτων ως συνέπεια οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών απλοποιεί ένα πολιτικό φαινόμενο σε κοινωνικό και πολιτικό ντετερμινισμό. Στην πραγματικότητα, τα λαϊκιστικά αυτά ακροδεξιά μορφώματα έχουν οργανωμένη κομματική δομή, παράγουν συγκεκριμένες πολιτικές και ιδεολογίες πέρα από καταστροφολογικές διαμαρτυρίες, ενώ εξελίσσουν και προσαρμόζουν τον δημόσιο λόγο τους στις πολιτικές οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Βασικό στοιχείο των εθνολαϊκών  αυτών πολιτικών  ιδεολογιών  και στρατηγικών, σύμφωνα με τον Τσιρά είναι  ο «κοινωνικός προστατευτισμός με εθνική προτεραιότητα», ένα είδος προνοιακού σοβινισμού όπως αυτός που πρεσβεύει η Λεπέν και υιοθέτησε ασμένως η κυβέρνηση Μακρόν στη Γαλλία για διαφορετική επιδοματική πολιτική για τους Γάλλους υπηκόους και διαφορετική για τους γεννημένους εκτός Γαλλίας. Συμπληρωματικά, κολακεύοντας προκαταλήψεις και φοβίες του εκλογικού σώματος, εγγράφουν στις ρητορικές τους μια παραπλανητική επίκληση του «ονόματος του λαού», του «καλού του λαού» και των «παραδοσιακών αξιών», αναπαράγοντας αφενός εξαιρετικά συντηρητικές κοινωνικές απόψεις (π.χ. απαγόρευση αμβλώσεων) και εθνικιστικές ρητορικές (π.χ. ξενοφοβία) και, προάγοντας ακραίες νεοφιλελεύθερες οικονομικές λογικές (π.χ. ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες του δημοσίου). Αφετέρου, καλλιεργούν κοινωνικούς αυτοματισμούς (π.χ. αντι-φεμινιστικά κινήματα, αντι-δικαιωματιστικός ριζοσπαστισμός) και διαιωνίζουν προκαταλήψεις π.χ., ομοφοβία, οι οποίες σε συγκεκριμένες συγκυρίες καταλήγουν να εκφράζονται με ακραία (αλλά όχι μεμονωμένα) φαινόμενα όπως η ομοφοβική βίαιη επίθεση στην πλατεία Αριστοτέλους.
Ιδιαίτερα προβληματικό είναι ότι η εθνοσυντηρητική συνεκτική πολιτική των λαϊκών ακροδεξιών κομμάτων, εξαναγκάζει τα παραδοσιακά συντηρητικά κυβερνητικά κόμματα σε μετατόπιση των ατζεντών τους προς όλο και πιο συντηρητικές κοινωνικο-οικονομικές προσεγγίσεις στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν το εκλογικό κοινό τους. Αυτές οι μετατοπίσεις οδηγούν, προς αγαλλίαση του διεθνούς και ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου -που σιωπηρά μέσω των ελεγχόμενων ΜΜΕ και τη συστηματική κυριάρχηση στα κοινωνικά δίκτυα υποθάλπει την εθνολαϊκή ακροδεξιά- σε ακύρωση εργασιακών και οικονομικών κεκτημένων αλλά και σε υποχώρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δημιουργώντας μια κοινωνική δυστοπία.

Σε αυτό το δυστοπικό τεχνολογικο-μηντιακό συγκείμενο, η αριστερά αδυνατεί να εμφανιστεί ως ελκυστική εναλλακτική διακυβέρνησης και να δημιουργήσει αναχώματα προς την ακροδεξιά καθώς η εκλογική της δεξαμενή δείχνει πια να περιορίζεται στον μερικό προσεταιρισμό των τάξεων από τα λεγόμενα blue collars (μεσαίας και υψηλής ειδίκευσης εργατικό προσωπικό) και τα μικρομεσαία στελέχη επιχειρήσεων ως τα υψηλής μόρφωσης άτομα και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δεν δείχνει πια να μπορεί να εκφράσει το εργατικό προλεταριάτο που τη συνταυτίζει με τις πνευματικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ καθώς αδυνατεί να ταυτιστεί με τις παραπάνω ομάδες και να αποδεχτεί τις πολιτικές στήριξής τους. Βιώνοντας μια από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές και στρατηγικές της κρίσεις που συνεκδοχικά οδήγησε στην εκλογική συντριβή της σχεδόν σε όλον τον δυτικό κόσμο, η αριστερά έχει μπει σε μια περιδίνηση εσωστρέφειας που εκφράζεται με διασπάσεις και εσωκομματικά σχίσματα, όπως στην περίπτωση του ΣΎΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Die Linke στη Γερμανία ή την απορρόφηση σε ευρύτερες αλλά συγκυριακές και θνησιγενείς πολιτικές συμμαχίες όπως οι Nupes στη Γαλλία. Ουσιαστικά, στέκεται παγιδευμένη στον διαδεδομένο αλλά αδόκιμο όρο κεντροαριστερά, ο οποίος συνιστά έναν κατασκευασμένο νεολογισμό, που θεωρεί ότι της επιτρέπει να ανταποκρίνεται στη σχετικά απολιτική και ιδιόμορφη πολιτικά φύση μέρους της κοινωνικής περίφημης μεσαίας τάξης στην οποία προσβλέπει. Με τον προσδιορισμό κεντρο- επιχειρεί να νομιμοποιήσει την εκκρεμή της κίνηση από τον νεοφιλελευθερισμό στη σοσιαλδημοκρατία, χωρίς στο ένα άκρο να απαξιώνει το κοινωνικό κράτος, το οποίο είναι η πολιτική και ιδεολογική της κληρονομιά και χωρίς στο έτερο άκρο να ακυρώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία, την οποία πια έχει ενστερνιστεί. Αυτή η στάση, δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα στους αριστερούς θεωρητικούς και τους πολιτικούς στρατηγιστές της, που βλέπουν ότι απομακρύνονται από αυτήν τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα που έχουν ανάγκη από ισχυρότερο κοινωνικό κράτος, ουσιαστική οικονομική στήριξη και εντατικότερες πολιτικές κοινωνικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης μετατοπιζόμενα όχι προς σοσιαλδημοκρατικά όμορα πολιτικά σχήματα αλλά προς λαϊκιστικά ιδεολογήματα κάνοντας ελάχιστα πιθανή την επιστροφή τους σε αυτήν.

Το Politico space θεωρεί ότι η αριστερά γενικά, αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα, βρίσκεται σήμερα σε ένα φυσιογνωμικό σταυροδρόμι. Η επιβίωση της ως κυβερνώσα προοπτική εξαρτάται από την ικανότητά της να εντοπίσει την ισορροπία ανάμεσα στις μαρξιστικές της ρίζες και την καινούργια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα που απαιτεί νέες ιδεολογικές προσεγγίσεις και πολιτικές αλλά και επικοινωνιακές στρατηγικές. Καλείται πια να παράσχει και να επικοινωνήσει μια πρόταση διακυβέρνησης που χωρίς να υπονομεύει τα οικονομικά συμφέροντα του εκλογικού ακροατηρίου μιας νέας από-ιδεολογικοποιημένης μεσαίας τάξης να υπερασπίζεται τα δικαιώματα στο κράτος πρόνοιας, (που συμπεριλαμβάνουν την προάσπιση της δημόσιας παιδείας, της δημόσιας υγείας και της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης) όλων των πολιτών και ιδιαίτερα των προλεταριακών λαϊκών τάξεων που συνθλίβονται από την ασύδοτη κυριάρχηση του οικονομικού και κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού και καταφεύγουν στις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις της εθνολαϊκής ακροδεξιάς. Η αριστερά στην Ελλάδα ως διακυβερνητική πρόταση δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στην επιστροφή της στις πρωτεϊκές αρχές της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, που σήμερα πλήττονται από τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα μιας εξαιρετικά συντηρητικής, ευνοιοκρατικής και αυταρχικής κυβέρνησης, και να μεταφράσει σε βιώσιμη διακυβερνητική πραγματικότητα τους κινηματικούς ριζοσπαστισμούς και τα δικαιώματα διαφυλικών, φυλετικών και πολιτιστικών μειονοτήτων.



Νεότερη Παλαιότερη