Επισιτιστική κρίση: Oι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να ίπτανται, παρά τη διάσωση της Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης

 


Τι θα σήμαινε η παρ’ ολίγον κατάρρευση της Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης για εξαγωγή σιτηρών και άλλων ειδών διατροφής από την Ουκρανία και τη Ρωσία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, πόσο σίγουρη είναι η ανανέωση της, ποια υπήρξε η συμβολή της στη βελτίωση του εφοδιασμού και των τιμών των αγαθών στις αναπτυγμένες και κυρίως στις φτωχές χώρες στους τρεις περίπου μήνες που ισχύει και πως θα εξελιχθεί γενικότερα η επισιτιστική κρίση;

Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, που τίθενται καθώς στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να βρουν τρόπο να ελαφρύνουν το «καλάθι του νοικοκυριού», αναλύθηκαν στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπολου, με καλεσμένο τον Γιάννη Δούκα, Επίκουρο Καθηγητή στο Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης, Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ευτυχώς η αναστολή της συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης κράτησε λίγα 24ωρα, μετά το πολεμικό επεισόδιο της 29ης Οκτωβρίου και επηρέασε τις αγορές διατροφικών ειδών μόνον για λίγες χρηματιστηριακές συνεδριάσεις.

Οι τιμές επέστρεψαν στα σχετικά χαμηλότερα επίπεδα που άρχισαν να διαμορφώνονται μετά τη Συμφωνία της 22ας Ιουλίου. Ωστόσο, τόσο αυτές τις μέρες, όσο και το προηγούμενο διάστημα που ίσχυσε η Συμφωνία, η αποκλιμάκωση των τιμών των διατροφικών πρώτων υλών δεν έφτασε στο λεγόμενο “καλάθι της νοικοκυριού”.

Μοιάζει, έτσι, να συμβαίνει μια αναπαραγωγή του φαινομένου της ενεργειακής ακρίβειας, όπου η υποχώρηση των τιμών παραγωγού δεν μεταφράζεται και σε ανάλογη ελάφρυνση των καταναλωτών.

Στην εκπομπή εξετάστηκε το ύψος των ποσοτήτων που έχουν εξαχθεί από το καλοκαίρι, μετά τη Συμφωνία και το οποίο είναι σαφώς ανοδικό. Ωστόσο, η περιπλοκότητα των όρων και οι κίνδυνοι που παραμένουν, περιορίζουν εκ των πραγμάτων την κανονική ροή, λόγω της διστακτικότητας των ναυτιλιακών εταιρειών να χρησιμοποιήσουν τον αριθμό των πλοίων που απαιτείται, καθώς και σκάφη καινούργια και με μεγάλο τονάζ. Π.χ. η πλήρης αποκατάσταση των ουκρανικών εξαγωγών από τη Μ. Θάλασσα θα απαιτούσε τη χρήση 15 μεγάλων φορτηγών ημερησίως, κάτι που δεν συμβαίνει λόγω των φόβων για την ασφάλεια των πλοίων, αλλά και των υψηλών ασφαλίστρων που ζητούνται.

Επίσης, η Ρωσία επανήλθε στη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, αλλά προειδοποίησε πως διατηρεί το δικαίωμα να αποχωρήσει και πάλι αν συμβεί ξανά πολεμικό περιστατικό που να σχετίζεται με τη χρήση του ειδικού διαδρόμου, αλλά και εφόσον με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών δεν αρθούν τα εμπόδια που παραμένουν για την εξαγωγή και των δικών της σιτηρών και κυρίως των λιπασμάτων της. Επιπλέον, η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης ήταν τρίμηνης διάρκειας, που σημαίνει πως λήγει στις 22 Νοεμβρίου, χωρίς να υπάρχει προς το παρόν ένδειξη για ανανέωσή της.

Ακόμη, ένα σοβαρό ζήτημα, πέραν της διατήρησης εν ζωή της Συμφωνίας, είναι το που πηγαίνουν οι διατροφικές ύλες που εξάγονται ξανά από την Μ. Θάλασσα. Τα στοιχεία του ΟΗΕ δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες έχουν αποσταλεί αρχικά στην Ισπανία, την Τουρκία, την Ιταλία, την Κίνα και τις Κάτω Χώρες. Ειδικά για το μήνα Σεπτέμβριο, οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΗΕ ανέφεραν ότι λιγότερο από το 30% είχε πάει σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, ενώ το 44% είχε αποσταλεί σε κράτη υψηλού εισοδήματος.

Από την άλλη, ο ΟΗΕ σημειώνει ότι τα σιτηρά που φτάνουν σε έναν προορισμό μπορεί κάλλιστα να υποβληθούν σε επεξεργασία και στη συνέχεια να αποσταλούν κάπου αλλού. Επίσης, η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης υπολογίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέβαλε στην έλλειψη 30 εκατομμυρίων τόνων τροφίμων στην Μαύρη Ήπειρο και την Μ. Ανατολή και σε αύξηση 40% στις τιμές των τροφίμων. Π.χ. στη Νιγηρία, συνέβαλε στην αύξηση της τιμής των βασικών προϊόντων όπως τα ζυμαρικά και το ψωμί έως και 50%, στη μαρτυρική και πάμφτωχη Υεμένη, η οποία συνήθως εισάγει περισσότερους από ένα εκατομμύριο τόνους σιταριού ετησίως από την Ουκρανία, η τιμή του αλευριού αυξήθηκε κατά 42% και του ψωμιού κατά 25%, στη δε Συρία, έναν άλλο μεγάλο εισαγωγέα ουκρανικού σιταριού, η τιμή του ψωμιού διπλασιάστηκε.

Ωστόσο, η εξέταση της ιστορίας του προβλήματος δείχνει ότι οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των διατροφικών υλών ήταν μια υπόθεση -όπως και η ενεργειακή κρίση- που ξεκίνησε αρκετά πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ειδικά η διατροφική κρίση εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έξαρση πριν περίπου 15 χρόνια και έκτοτε έχει διάφορες διακυμάνσεις. Και το ζήτημα είναι γιατί μεσοσταθμιστικά παραμένουν οι υψηλές τιμές διατροφικών προϊόντων, οι οποίες ειδικά στις φτωχές χώρες οδηγούν και σε πείνα, όταν, αφενός το παγκόσμιο αγροτικό σύστημα έχει αυξήσει την παραγωγή και έχει βελτιώσει τις καλλιεργητικές μεθόδους και αφετέρου η καταναλωτική κοινωνία μας σπαταλά και πετά ένα μεγάλο ποσοστό των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων;

Νεότερη Παλαιότερη